Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, αναπόσπαστο τμήμα της ανά τον κόσμο Καθολικής Εκκλησίας, ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο, από την στιγμή που εκείνος βάπτισε στον ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα στους Φιλίππους της Μακεδονίας την μετέπειτα Αγία Λυδία, μαζί με όλη της την οικογένεια, ενώ ο ίδιος προσέλκυσε στη χριστιανή πίστη και τους πρώτους Αθηναίους και Κορινθίους, μεταξύ των ετών 50-52 μ.Χ.
Μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντoς του Γ’ το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Ελλάδας μαζί με το Ιλλυρικόν (δυτικά Βαλκάνια) ήταν τμήμα του Πατριαρχείου της Δύσης (στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 451, μεταξύ των τεσσάρων εκπροσώπων του πάπα Λέοντος ήταν και ο Ιουλιανός, επίσκοπος Κώου των Δωδεκανήσων). Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν ο «Βικάριος του Πάπα για το Ιλλυρικόν» και γι’ αυτό ονομάζεται μέχρι σήμερα «Παναγιώτατος».
Ο Λέων Γ’, που άρχισε την εικονομαχία, για να εκδικηθεί τον Πάπα, ο οποίος ήταν υπέρ της τιμητικής προσκύνησης των αγίων εικόνων, απέσπασε πραξικοπηματικά τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα από το Πατριαρχείο της Ρώμης και τις προσάρτησε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ούτε οι αποφάσεις του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄, ούτε το Σχίσμα του 1054 εξαφάνισαν τις καθολικές κοινότητες λατινικού τυπικού στον ελλαδικό χώρο. Κοινότητες λατινικού τυπικού υπήρχαν σε πολλά μέρη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, για τις οποίες υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες. Εκκλησίες και μοναστήρια λειτουργούσαν από πολύ παλιά και αποτελούσαν θρησκευτικά κέντρα Βενετών, Γενοβέζων, Αμαλφιτανών και άλλων Ευρωπαίων που είχαν εγκατασταθεί για εμπορικούς, κυρίως, λόγους στην Ανατολή.
Η ίδρυση εκκλησιαστικών επαρχιών λατινικού τυπικού, η οποία βασικά παραμένει μέχρι σήμερα, άρχισε μετά τις Σταυροφορίες.
Αργότερα, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της Συνόδου της Τριδέντου (Τρέντο) στην ενίσχυση του λατινικού στοιχείου στον ελλαδικό χώρο. Σημαντική ήταν την ίδια περίοδο και η δράση των Μοναχικών Ταγμάτων, ως φορέων θρησκευτικής και κοινωνικής οργάνωσης, στις Κυκλάδες.
Από τον 17ο αιώνα έως το 1821, αξιόλογες Καθολικές κοινότητες δημιουργήθηκαν στις Κυκλάδες με σημαντικότερες στη Σύρο, την Τήνο, τη Νάξο, την Πάρο και τη Σαντορίνη.
Τη θρησκευτικότητα των κοινοτήτων λατινικού τυπικού των Κυκλάδων ενίσχυσε και η ιεραποστολική δράση διαφόρων Μοναχικών Ταγμάτων, όπως των Ιησουιτών, οι οποίοι άρχισαν να δρουν στη Νάξο, τη Σαντορίνη και την Τήνο, των Καπουκίνων με δράση σε Χίο, Σύρο, Νάξο και Μήλο, των Φραγκισκανών στην Τήνο και των Ουρσουλινών σε Τήνο και Νάξο. Όμως οι κοινότητες αυτές μετά την κατάλυση του Δουκάτου του Αιγαίου από τους Τούρκους στερήθηκαν κρατικής υποστήριξης και στη συνέχεια αποδυναμώθηκαν μην αντέχοντας τους δυσμενείς δημογραφικούς συσχετισμούς. Την ίδια περίοδο στην Πελοπόννησο αναφέρονται τέσσερις καθολικές εκκλησίες, οι πιο γνωστές εκ των οποίων ήταν η Επισκοπή Ωλένης και η Αρχιεπισκοπή Κορίνθου.
Επί Τουρκοκρατίας η Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών διαλύθηκε. Πολλοί Έλληνες Καθολικοί, πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αναχώρησαν για τη Δύση ή για τις βενετοκρατούμενες χώρες της Ανατολής. Στη Δύση έγιναν ευχαρίστως δεκτοί σε σχολές και αυλές, όπου μπόρεσαν να μεταλαμπαδεύσουν την αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και τη φιλοσοφία, αλλά και να συμβάλουν σημαντικά στην προώθηση της Αναγέννησης. Αναμεσά τους συγκαταλέγονται κορυφαίες προσωπικότητες των Ελληνικών Γραμμάτων και της Νεοελληνικής Γραμματείας, της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, των Kαλών Tεχνών (όπως ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος-El Greco) και της Εκδοτικής Τέχνης. Κοινωνικές ανακατατάξεις οδήγησαν, ακόμα, τους Καθολικούς στο δρόμο της μετανάστευσης προς τις μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη).
Μεταξύ των Καθολικών της Ελλάδας συμπεριλαμβάνονται και οι Ενωτικοί, ή Ελληνόρυθμοι, δηλαδή οι Βυζαντινοί εκείνοι που δέχτηκαν την ένωση με τη Ρώμη διατηρώντας το βυζαντινό τυπικό. Αρκετοί από αυτούς έγιναν κληρικοί και κατέφυγαν στη Δύση ή στις βενετοκρατούμενες περιοχές.
Μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, επανιδρύθηκε η Καθολική Αρχιεπισκοπή των Αθηνών στις 23 Ιουλίου 1875.
Στη δεκαετία 1830-1840 με την άφιξη των Βαυαρών στην Ελλάδα ενισχύθηκε το Καθολικό στοιχείο της χώρας με την ενσωμάτωσή τους σε αυτό. Επίσης, στα τέλη του 19ου αιώνα βρέθηκαν και λιγοστές οικογένειες Δαλματών και Μαλτέζων, κυρίως στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.
Η συμβολή των Ελλήνων Καθολικών στον πολιτισμό, την εκπαίδευση, τη νεοελληνική λογοτεχνία και τις τέχνες, κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες, αλλά και στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και εν γένει στη δημόσια ζωή είναι σημαντική.
Οι προσπάθειες για την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με την Αγία Έδρα άρχισαν την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου αλλά μόλις το 1980 ο πρώτος Νούντσιος στην Ελλάδα Αρχιεπίσκοπος Giovanni Mariani επέδωσε τα διαπιστευτήρια του στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ως πρώτος Έλληνας πρέσβης στο Βατικανό (πρεσβεία με έδρα τη Ρώμη) που επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ ήταν ο Μιχαήλ Γεωργίου, το 1988. Είχε προηγηθεί τον Ιούνιο του 1980 η παράλληλη διαπίστευσή του Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, Στέφανου Σταθάτου και στο Βατικανό.
Οι Kαθολικοί σήμερα στην Ελλάδα
Σήμερα οι γηγενείς Έλληνες Καθολικοί δεν ξεπερνούν τις 50.000 (0,5% του πληθυσμού) και δρουν σ’ όλους τους επαγγελματικούς τομείς.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η παρουσία των αλλοδαπών Καθολικών, που θεωρούνται μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, αυξήθηκε και ο αριθμός τους ξεπερνά κατά πολύ αυτόν των Ελλήνων καθολικών. Ο τουρισμός, οι μικτοί γάμοι, η μόνιμη εγκατάσταση Δυτικοευρωπαίων και Αμερικανών στα ελληνικά νησιά, η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της Ενωμένης Ευρώπης, η μετανάστευση και, τελευταία, οι προσφυγικές ροές αποτελούν την αιτία της αύξησης της παρουσίας τους στον ελλαδικό χώρο. Ιδίως από τη δεκαετία του 1980 έντονη είναι η ύπαρξη Καθολικών μεταναστών, κυρίως Πολωνών, Φιλιππινέζων, Αλβανών, Ουκρανών και άλλων υπηκόων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ μετά τη προσφυγική κρίση του 2015 στο δυναμικό της Καθολικής Εκκλησίας συγκαταλέγονται και Σύριοι, Ιρακινοί, υπήκοοι χωρών της Μέσης Ανατολής, αλλά και της Αφρικής.
Έτσι, ο συνολικός αριθμός των Καθολικών πιστών σήμερα στην Ελλάδα υπερβαίνει τις 250.000. Οι περισσότεροι βρίσκονται στην περιοχή της Αθήνας, ενώ μεγάλη είναι η παρουσία τους στις Κυκλάδες και κυρίως στη Σύρο (8.000) και την Τήνο (3.000). Ακόμη, στην Κέρκυρα (2.500) τη Θεσσαλονίκη (2.000), την Πάτρα, την Καβάλα, το Βόλο και σε άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και σε αρκετά νησιά (Νάξο, Θήρα, Κρήτη, Ρόδο, Κω, Σάμο, Χίο, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο κλπ.). Ένας καθολικός ναός στο Ναύπλιο και ένας στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας εξυπηρετούν τους Καθολικούς τουρίστες που επισκέπτονται αντίστοιχα τις Μυκήνες, την Επίδαυρο και τους Δελφούς.
Αξίζει να σημειωθεί, πως το κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλο, διαμετρικά αντίθετο σε σχέση με το μικρό της μέγεθος που αγγίζει το 2,5% του συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα με τα στοιχεία του αρχειακού της υλικού.
Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος
Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) αποτελεί εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που ιδρύθηκε από την Αγία Έδρα στις 10 Ιουνίου 1965. και αναγνωρίστηκε με το νόμο Υπ. Αριθμ. 4301 του 2014 από το ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο (καν. 447 -459), σκοπός της είναι οι Ιεράρχες όλων των Καθολικών Εκκλησιαστικών Επαρχιών της Ελληνικής Επικράτειας σεβόμενοι τα δικαιώματα και τις δικαιοδοσίες που ο καθένας έχει στην εκκλησιαστική επαρχία που ποιμαίνει, να μπορέσουν, με την ανταλλαγή απόψεων, μέσα σε πνεύμα ενότητας και με αδελφική συνεργασία, να μελετούν τα κοινά ποιμαντικά προβλήματα, να δημιουργούν έργα που προωθούν νέους τρόπους και μεθόδους αποστολικής δράσης, κατάλληλα προσαρμοσμένα στα σημερινά δεδομένα, και, τέλος, να επιδιώκουν επαφή με τις τοπικές μη Καθολικές Εκκλησίες και Κοινότητες και τις μη Χριστιανικές Ομολογίες.
Αναλυτικά, οι Καθολικές Εκκλησιαστικές Επαρχίες της ελληνικής επικράτειας είναι:
-Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου-Άνδρου-Μυκόνου & Μητρόπολη παντός Αιγαίου
Η ίδρυση των Επισκοπών Νάξου-Πάρου και Τήνου ανάγονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και υπάγονταν στη Μητρόπολη Ρόδου. Οι Επισκοπές Νάξου-Πάρου ενώθηκαν μεταξύ τους και αναβαθμίστηκαν από Επισκοπές σε Μητρόπολη Παροναξίας, το 1083. Στα μέσα του 13ου αιώνα ιδρύθηκε και η Επισκοπή Τήνου-Μυκόνου, ενώ στα τέλη του 18ου αιώνα προστέθηκε και η Επισκοπή Άνδρου. Το 1919 ενώθηκε με την Αρχιεπισκοπή Νάξου και από τότε αποτελούν μια ενωμένη Εκκλησιαστική Επαρχία και την έδρα της Μητροπόλεως παντός Αιγαίου. Σήμερα περιλαμβάνει τα νησιά Νάξο, Πάρο, Αντίπαρο, Αμοργό, Τήνο, Μύκονο, Άνδρο, Δήλο και όλο το Αιγαίο Πέλαγος.
-Αρχιεπισκοπή Κερκύρας, Ζακύνθου-Κεφαλληνίας & Μητρόπολη Ιονίων Νήσων
Η Επισκοπή Κεφαλληνίας ιδρύθηκε το 1207, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 1212 ιδρύθηκε Επισκοπή και στη Ζάκυνθο. Το 1222, οι δύο Επισκοπές ενώθηκαν με Αρχιερέα τον Επίσκοπο Κεφαλληνίας. Η Αρχιεπισκοπή Κερκύρας ιδρύθηκε το 1274. Περιλαμβάνει τα νησιά Κέρκυρα, Παξούς, Αντίπαξους, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλληνία και Ζάκυνθο και την Ήπειρο.
-Ιερά Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών
Η ίδρυση της ανάγεται στο 1205. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας διαλύθηκε και επανιδρύθηκε το 1875. Περιλαμβάνει τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, τη Σκύρο, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα.
-Αρχιεπισκοπή Ρόδου
Ο Απόστολος Παύλος, κατά το τρίτο αποστολικό του ταξίδι, όταν επέστρεφε στα Ιεροσόλυμα, πέρασε από την Κω και τη Ρόδο (πρβλ Πράξ. 21,1). Ως Μητρόπολη Ρόδου ενώθηκε με τη Μάλτα στις 3 Μαρτίου του 1797, ενώ επανιδρύθηκε ως Αρχιεπισκοπή στις 28 Μαρτίου του 1928. Σήμερα περιλαμβάνει όλα τα Δωδεκάνησα.
-Επισκοπή Σύρου
Ιδρύθηκε το 1207 και περιλάμβανε τα νησιά Σύρο και Γυάρο. Tο 1253 ιδρύθηκε η Καθολική Επισκοπή Μήλου που περιλάμβανε και την Κίμωλο. Το 1333 ιδρύθηκε η Καθολική Επισκοπή Κέας, Κύθνου και Σίφνου, η οποία, ωστόσο, διαιρέθηκε, το 1659, σε δύο Βικαριάτα, της Σίφνου-Σερίφου και της Κέας-Κύθνου. Το 1702 η Επισκοπή Μήλου υποβιβάστηκε σε Βικαριάτο και το 1798 προσαρτήθηκαν τα Βικαριάτα Σίφνου και Κέας.
Σήμερα περιλαμβάνει τα νησιά: Σύρο, Γυάρο, Κέα, Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο και Κίμωλο.
-Επισκοπή Θήρας
Ιδρύθηκε το 1207. Από το 1947 υπάγεται στον Επίσκοπο Σύρου, παραμένοντας ωστόσο αυτοτελής Επισκοπή και περιλαμβάνει τα νησιά: Θήρα, Θηρασιά, Ίο, Ανάφη, Φολέγανδρο και Σίκινο.
-Επισκοπή Κρήτης
Το 1213 ιδρύθηκε η Καθολική Αρχιεπισκοπή Κρήτης με μητροπολιτική έδρα το Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Έως το 1300 ιδρύθηκαν άλλες πέντε Επισκοπές και αργότερα ακόμη τρεις. Το 1669 καταργήθηκε και η Κρήτη προσαρτίστηκε στο Αποστολικό Βικαριάτο Κωνσταντινουπόλεως. Με τη σημερινή της μορφή συστάθηκε στις 28 Αυγούστου 1874.
-Επισκοπή Χίου-Λέσβου-Σάμου
Ο παλαιότερος επίσκοπος Χίου, Δωρόθεος, έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325μ.Χ.). Αρχικά, η Επισκοπή υπαγόταν στη Μητρόπολη Ρόδου, ενώ κηρύχθηκε ανεξάρτητη κατά τον 13ο αιώνα. Σήμερα περιλαμβάνονται τα νησιά Λέσβος, Σάμος, Ικαρία και τα λοιπά μικρά νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η Αγία Έδρα εμπιστεύεται την τοπική αυτή Εκκλησία στη φροντίδα ενός Αποστολικού τοποτηρητή, που είναι ο Αρχιεπίσκοπος Νάξου-Τήνου-Άνδρου-Μυκόνου και Μητροπολίτης παντός Αιγαίου.
-Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης
Η Μακεδονία αποτελεί την πρώτη από τις τρεις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας που έλαβε το ευαγγελικό μήνυμα, κατά το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Αποστόλου Παύλου μεταξύ 50-52 μ.Χ. Οι τρεις πρώτες χριστιανικές κοινότητες αποστολικής προέλευσης είναι οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη και η Βέροια.
Το Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1926 με όρια δικαιοδοσίας τη Μακεδονία, τη Δυτική Θράκη, τη Λήμνο, τη Θεσσαλία και τις Βόρειες Σποράδες. Ο Ιεράρχης φέρει τον τίτλο του Αποστολικού Βικάριου Θεσσαλονίκης και από το 1992 είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Ζακύνθου-Κεφαλληνίας.
-Ελληνική Καθολική Εξαρχία
Η Ελληνική Καθολική Εξαρχία ιδρύθηκε το 1932, με πρώτο Έξαρχο τον Επίσκοπο Γεώργιο Χαλαβαζή, δέκα χρόνια μετά την εγκατάσταση στην Αθήνα των Πατέρων της Ιερατικής Κοινότητος της Αποστολικής Εξαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι ακολούθησαν το προσφυγικό ρεύμα λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, ενώ οι Έλληνες Καθολικοί των Μικρασιατικών οικισμών Μάλγαρα και Δαυδελή εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας.
-Εξαρχία των εν Ελλάδι Αρμενίων Καθολικών
Η Εξαρχία των εν Ελλάδι Αρμενίων Καθολικών, άμεσα υποκείμενη στην Αγία Έδρα, ιδρύθηκε από πρόσφυγες, στις 25 Δεκεμβρίου 1925, με διάταγμα του Πάπα Πίου ΧΙ, τρία χρόνια μετά την άφιξη των 83.000 Καθολικών, Ορθόδοξων και Ευαγγελιστών εκπατρισμένων Αρμενίων στην Ελλάδα, λόγω της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Πρώτος Έξαρχος ήταν ο ιερομόναχος Κύριλλος Ζοχραμπιάν. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Καθολική Αρμενική Εκκλησία υπέστη μεγάλες απώλειες και διωγμούς. Πολλοί πιστοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Τα Μοναχικά Τάγματα που δρουν, σήμερα, στην Ελλάδα είναι:
Των Πατέρων της Μεταστάσεως (Ασσομψιονιστές), των Μοναχών Φραγκισκανών Καπουκίνων, των Κοινοβιακών Φραγκισκανών Μοναχών, των Πατέρων Ιησουιτών, των Λαζαριστών του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, η Κοινότης των εν Ελλάδι Μαριανών Αδελφών, του Τάγματος των Αδελφών των Χριστιανικών Σχολείων, των Αδελφών τους Ελέους του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως, των Ουρσουλινών, των Αδελφών των Ιεραποστόλων της Αγάπης (Μητέρας Τερέζας της Καλκούτας), των Δομινικανίδων, των Αδελφών του Τιμίου Σταυρού, των Αδελφών του Καρμήλου Αγίας Τριάδος, της Παμμακαρίστου Θεοτόκου, αλλά και τα κινήματα (αδελφότητες) του Πάπα Ιωάννη 23ου και των Focolare.